Αυθαίρετα: Νέα νομολογία ΣτΕ για την επιβολή & βεβαίωση προστίμων και την απόφαση κατεδάφισης

Με νέα του απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας ξεκαθαρίζει τα ζητήματα αρμοδιότητας για την έκδοση πράξης κατεδάφισης αυθαιρέτων καθώς και για την επιβολή και βεβαίωση των αντίστοιχων προστίμων.
.
Συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζει το ΣτΕ ερμηνεύοντας τις ισχύουσες διατάξεις, ο χαρακτηρισμός πάσης φύσεως κτισμάτων και εν γένει κατασκευασμάτων που έχουν αυθαιρέτως ανεγερεθεί σε δάσος, δασική και αναδασωτέα έκταση, διέπεται από τις ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων κατασκευών, διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, οι οποίες αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και στην αποκατάσταση της μορφής που είχαν πριν αλλοιωθούν με την χωρίς άδεια ανέγερση κατασκευασμάτων εντός αυτών.

Έτσι, το ΣτΕ ξεκαθαρίζει πως σε περίπτωση που έκταση έχει υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, αρμόδιο όργανο για την έκδοση πράξης με την οποία διατάσσεται η κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών σε δάσος, δασική ή αναδασωτέα έκταση και συνακόλουθα για την έκδοση πράξης με την οποία επιβάλλεται η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι μόνον η αρμόδια δασική αρχή. Επομένως, από το χρόνο που έκταση κηρυχθεί αναδασωτέα, αρμόδιο όργανο να επιβάλει κυρώσεις για την ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών εντός αυτής είναι η αρμόδια δασική αρχή και όχι ο Προϊστάμενος της Υ.ΔΟΜ.

Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στην επιβολή δύο διοικητικών κυρώσεων για την ίδια πράξη, δηλαδή την ανέγερση αυθαίρετης κατασκευής και σε παραβίαση της προβλεπόμενης αρχής ne bis in idem. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιδρύει συντρέχουσα αρμοδιότητα του Προϊσταμένου της ΥΔΟΜ να επιβάλει πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα η, μη εφαρμοζόμενη, άλλωστε, εν προκειμένω λόγω της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 αυτής, διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ της 9732/2004 απόφασης των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Τούτο διότι, κατά την αληθή της έννοια, ως αυθαίρετο «μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης» δεν εννοείται, πάντως, αυθαίρετο σε έκταση που έχει υπαχθεί στο ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς της δασικής νομοθεσίας.

Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο της απόφασης παρακάτω, όπως δημοσιεύθηκε στο adjustice.gr:

Λ.Κ.(m)

Αριθμός 1347/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2021, με την εξής σύνθεση: Αικ. Χριστοφορίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Θ. Αραβάνης, Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλοι, Θ. Κανελλοπούλου, Α. Σπανού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 25 Ιουνίου 2018 έφεση:

του Α. Π. του Α., κατοίκου Νέου Κόσμου Αττικής (……..), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Σωτήριο Μπρέγιαννο (Α.Μ. 8917), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Αικατερίνη Πίντζου (Α.Μ. 18555), που τη διόρισε με απόφαση της Οικονομικής του Επιτροπής,

και κατά της υπ’ αριθμ. 1992/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Σπανού.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και την πληρεξούσια του εφεσίβλητου Δήμου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου 220335319958 0820 0077/21.6.2018), ζητείται η εξαφάνιση της 1992/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά των 2264/13.3.2014 και 2265/13.3.2014 χρηματικών καταλόγων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δόμησης (Υ.ΔΟΜ.) του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής. Με τους εν λόγω χρηματικούς καταλόγους βεβαιώθηκαν εν ευρεία εννοία σε βάρος του πρόστιμα διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών στη θέση «Λαμπρικά» στην περιοχή Κορωπίου Αττικής, ύψους 181.018,08 και 114.656,35 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 21.9.2011 έως 13.3.2014 και από 31.8.1983 έως 21.9.2011 αντίστοιχα.

2. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) δεύτερο εδάφιο, το οποίο, εν συνεχεία, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) ως εξής: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται παραδεκτώς μόνο με το εισαγωγικό της εφέσεως δικόγραφο και όχι με δικόγραφο προσθέτων λόγων ή υπόμνημα (ΟλΣτΕ 800/2015, 3995/2015, 91/2016). Όπως έχει κριθεί, η ανωτέρω ρύθμιση, εν όψει του περιεχομένου της και του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει, δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), (ΟλΣτΕ 800/2015, ΣτΕ 418/2019, 684/2018, 756/2017, 663/2017, 344/2017, 2615/2016, κ.ά., ΕΔΔΑ 2.6.2016, 18880/15, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας), αβασίμως δε προβάλλονται τα αντίθετα με το από 18.5.2021 μετά τη συζήτηση υπόμνημα του εκκαλούντος.

3. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Κατά την αυτοψία, που διενεργήθηκε στις 8.2.2006 από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Χωροταξίας – Πολεοδομίας (Νότιου Τομέα) της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, στην περιοχή «Λαμπρικά» στην περιοχή Κορωπίου Αττικής διαπιστώθηκε «κατασκευή οικίας από τσιμεντόλιθους και ποιμνιοστάσια από τσιμεντόλιθους και οροφή αυλακωτή λαμαρίνα, επί φυσικού εδάφους με ανοιχτή την μια ή περισσότερες πλευρές, σε περιοχή εκτός σχεδίου, άνευ αδείας, κατά παράβαση του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ./85, όπως ισχύει και του άρθρου 17 του Ν. 1337/83». Με την υπ’ αριθμ. 1/8.2.2006 έκθεση αυτοψίας οι ως άνω κατασκευές χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετες και επιβλήθηκαν στον εκκαλούντα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 267/1998 (Α΄ 195), ύψους 85.936,80 και 4.196,00 ευρώ, αντίστοιχα. Ακολούθως, με την 3.562/7.3.2006 ένστασή του ο εκκαλών ζήτησε την ακύρωση της ως άνω έκθεσης, υποστηρίζοντας ότι οι επίμαχες κατασκευές του ποιμνιοστασίου υπήρχαν από τριακονταετίας. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την 5/12.7.2006 απόφαση της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών (ΕΕΕΑΚ) του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998, με την αιτιολογία ότι δεν προσκομίσθηκαν επαρκή στοιχεία. Επί της 12.498/ 8.8.2006 αιτήσεως θεραπείας του εκκαλούντος κατά της προαναφερόμενης απόφασης της Επιτροπής εκδόθηκε η 4/20.12.2006 απόφαση, με την οποία η αίτηση θεραπείας έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τον υπολογισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου και κρίθηκε ότι, μετά την προσκόμιση της από 17.10.1983 άδειας λειτουργίας ποιμνιοστασίου, τα πρόστιμα έπρεπε να υπολογισθούν, με βάση το γεγονός ότι οι αυθαίρετες κατασκευές ολοκληρώθηκαν πριν από το έτος 1983. Όπως προκύπτει από το 5214/20.6.2014 έγγραφο απόψεων του εφεσίβλητου Δήμου προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά της ανωτέρω απόφασης ο εκκαλών δεν άσκησε αίτηση ακυρώσεως. Μετά την οριστικοποίηση της ως άνω απόφασης της Επιτροπής, εκδόθηκαν αφενός μεν ο 13.017/15.10.2009 χρηματικός κατάλογος, με τον οποίο -σε εκτέλεση των οριζομένων σε αυτήν- βεβαιώθηκε πρόστιμο ανέγερσης, ύψους 6.690,86 ευρώ, αφετέρου δε οι 2264/13.3.2014 και 2265/13.3.2014 χρηματικοί κατάλογοι του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δόμησης (Υ.ΔΟΜ.) του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής. Ειδικότερα, με τον πρώτο από αυτούς βεβαιώθηκε σε βάρος του εκκαλούντος πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτων κατασκευών, ύψους 181.018,08 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 21.9.2011 έως 13.3.2014, με τον δε δεύτερο πρόστιμο διατήρησης, ύψους 114.656,35 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 31.8.1983 έως 21.9.2011. Κατά των ως άνω 2264/13.3.2014 και 2265/13.3.2014 χρηματικών καταλόγων, ο ήδη εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία προέβαλε ότι οι προσβαλλόμενοι χρηματικοί κατάλογοι, με τους οποίους επιβάλλονται πρόστιμα για καθένα από τα επόμενα μετά το πρώτο έτος κατά το οποίο λαμβάνει γνώση η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία για την ύπαρξη του αυθαιρέτου συνιστούν νόμιμο τίτλο εν ευρεία εννοία και επάγονται δυσμενείς συνέπειες. Επομένως, σύμφωνα με τον ίδιο λόγο ακυρώσεως, οι επίμαχοι χρηματικοί κατάλογοι παρανόμως εκδόθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί κλήση του σε ακρόαση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45). Το δικάσαν εφετείο απέρριψε τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως με την επάλληλη αιτιολογία αφ’ ενός ότι η 4/20.12.2006 απόφαση της ΕΕΕΑΚ αποτελεί την καταλογιστική πράξη των ένδικων προστίμων και το νόμιμο έρεισμα της εν ευρεία εννοία βεβαιώσεώς τους, που συνίσταται στην έκδοση των ένδικων χρηματικών καταλόγων αφ’ ετέρου ότι ο λόγος περί παραβιάσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης προβάλλεται αλυσιτελώς, λόγω παραλείψεως του εκκαλούντος να επικαλεστεί με την αίτηση ακυρώσεως, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, τα κρίσιμα, σε σχέση με τις επίδικες πράξεις, στοιχεία τα οποία αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της Διοίκησης και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Ο εκκαλών προέβαλε, επιπλέον, με την αίτηση ακυρώσεως ότι ο Προϊστάμενος της Υ.ΔΟΜ. του ήδη εφεσίβλητου Δήμου αναρμοδίως προέβη στην έκδοση των προσβαλλόμενων χρηματικών καταλόγων, καθόσον η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται σε μείζονα έκταση 7,3 στρεμμάτων, η οποία έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την 760/7.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Δ΄ 222) προκειμένου να διατηρηθεί ο δασικός χαρακτήρας αυτής, ο αποκλεισμός διάθεσής της για άλλη χρήση και η αποκατάσταση της καταστραφείσης κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1984 μέχρι 2.2.2007 με παράνομη εκχέρσωση της αυτοφυούς δασικής βλάστησης αποτελούμενης από αγριελιές, σχίνα, πουρνάρια κ.λπ. σε ποσοστό κάλυψης μεγαλύτερο του 25%. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο λόγο ακυρώσεως, τόσο με την 3496/18.4.2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής για την κατεδάφιση των επίμαχων αυθαιρέτων σε δασική έκταση όσο και με το 9152/14.12.2009 πρωτόκολλο του Δασάρχη Πεντέλης για την επιβολή ειδικής αποζημίωσης για την διατήρηση των επίμαχων κτισμάτων μέσα σε αυτήν, ύψους 1.183.670,83 ευρώ, τα αρμόδια όργανα έχουν εκδώσει τις προβλεπόμενες από τη δασική νομοθεσία πράξεις. Κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος ενώπιον του δικάσαντος εφετείου, ο λόγος αυτός παραδεκτώς προβαλλόταν με την αίτηση ακυρώσεως, παρά το γεγονός ότι δεν είχε προβληθεί με την ένσταση ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 4 του π.δ/τος 267/1998. Το διοικητικό εφετείο απέρριψε τον λόγο αυτό με την αιτιολογία ότι ο Προϊστάμενος της Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας, εκδίδοντας τους ένδικους χρηματικούς καταλόγους, ενήργησε βάσει των οριζομένων στο νόμο, σχετικά με την εν ευρεία εννοία βεβαίωση των επιβληθέντων προστίμων διατήρησης αστικού αυθαιρέτου, μετά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών και την τροποποίηση με αυτήν της προγενέστερης όμοιας απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η ενδικοφανής προσφυγή του κατά της οικείας έκθεσης αυτοψίας. Ακολούθως, ο εκκαλών, υπολαμβάνοντας ότι με την 4/20.12.2006 απόφαση της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών έγινε δεκτό ότι έως «31-8-2008 η διατήρηση των αυθαιρέτων λάμβανε χώρα με νόμιμη άδεια της Αρχής» προέβαλε ότι μετά την οριστικοποίηση της ως άνω απόφασης της Επιτροπής δεν είναι νόμιμη η επιβολή προστίμων διατήρησης αυθαιρέτου μέχρι την 31η.8.2008. Το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι, όπως προκύπτει από το σώμα της 4/20.12.2006 απόφασης της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών, έγινε δεκτό ότι οι αυθαίρετες κατασκευές ολοκληρώθηκαν πριν από το έτος 1983 και όχι ότι νομίμως και κατόπιν αδείας της αρμόδιας αρχής διατηρούνταν έως τις 31.8.2008. Επίσης, ο εκκαλών προέβαλε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21.9.2011 έως 13.3.2014, για το οποίο βεβαιώθηκε πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτων με τον 2.264/2014 προσβαλλόμενο χρηματικό κατάλογο, δεν είχε την ιδιότητα του κυρίου, νομέα ή κατόχου, ο δε πατέρας του, που διέθετε την 712/4538/3-γ/17.10.1983 άδεια λειτουργίας ποιμνιοστασίου, είχε εκμισθώσει από το έτος 1996 το ποιμνιοστάσιό του σε κτηνοτρόφο, ο οποίος προέβη στην αντικατάσταση των παλιών με νέα κτίσματα, αλλά και στην κατασκευή νέων κτισμάτων, επομένως, μη νομίμως επεβλήθησαν τα ένδικα πρόστιμα σε εκείνον, εφ’ όσον ιδιοκτήτης, νομέας και κάτοχος αυτών είναι ο ως άνω κτηνοτρόφος. Το διοικητικό εφετείο απέρριψε τον λόγο αυτόν ως αβάσιμο με την αιτιολογία ότι οι προσβληθέντες χρηματικοί κατάλογοι εκδόθηκαν νομίμως, αφού σε βάρος του είχε εκδοθεί και η απόφαση της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών. Τέλος, ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίον ο εκκαλών τελούσε σε πραγματική πλάνη περί την ιδιότητα της ανωτέρω έκτασης ως δημόσιας, δασικής και αναδασωτέας, είχε ήδη υποβάλει την 2194/30.3.2009 δήλωση περί οικειοθελούς παραδόσεως των επίμαχων αυθαιρέτων, παραιτούμενος με την 15017/29.4.2010 πράξη Συμβολαιογράφου Κρωπίας, από οποιαδήποτε αξίωση επί της επίμαχης εκτάσεως απερρίφθη με την αιτιολογία ότι δεν πλήττει το κύρος των προσβαλλόμενων χρηματικών καταλόγων ως προς την νομιμότητα της αιτιολογίας τους, αφού τα επικαλούμενα από τον εκκαλούντα στοιχεία εντάσσονται στο πλαίσιο εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας, που δεν αποτελούσε το αντικείμενο της ανοιγείσας ενώπιον του διοικητικού εφετείου δίκης.

4. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (25.6.2018) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία το διοικητικό εφετείο δεν ακύρωσε το πρόστιμο για το χρονικό διάστημα από 31.8.1983 έως 21.9.2011, οπότε ήταν σε ισχύ η 712/4538/3-γ/17.10.1983 άδεια ποιμνιοστασίου διότι η άδεια αυτή επέχει θέση νόμιμης άδειας, προβάλλει δε ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ο προβληθείς λόγος ακυρώσεως εστηρίζετο στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η ΕΕΕΑΚ έκρινε ότι οι αυθαίρετες κατασκευές είχαν ανεγερθεί με νόμιμη άδεια ενώ η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψιν την ως άνω άδεια για να εκφέρει κρίση περί του χρόνου ανεγέρσεως των αυθαιρέτων προ του έτους 1983, ο οποίος συνεπαγόταν διαφορετικό υπολογισμό του προστίμου και να τροποποιήσει κατά τούτο την αρχική απόφασή της. Επομένως, ο λόγος εφέσεως προβάλλεται απαραδέκτως διότι δεν πλήττει σκέψη της εκκαλουμένης ούτε είχε προβληθεί με την αίτηση ακυρώσεως και, συνακόλουθα, ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας νομολογίας προβάλλεται αλυσιτελώς. Επίσης, προβάλλεται ότι μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο δεν ακύρωσε τον 2265/13.3.2014 χρηματικό κατάλογο, με τον οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο διατήρησης, τούτο δε διότι για τα αυθαίρετα που η Επιτροπή έκρινε οριστικώς ότι ανηγέρθησαν προ του έτους 1983 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 267/1998 αλλά οι προγενέστερες διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 7 του ν. 1337/1983 σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται ως πρόστιμο το διπλάσιο της ειδικής εισφοράς όπως αυτή προσδιορίζεται από τα άρθρα 1, 2 και 3 του π.δ. 3/8.9.1983. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού προβολής του λόγου αυτού προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν πλήττει κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως αφού δεν είχε προβληθεί σχετικός λόγος ακυρώσεως, ο δε σχετικός ισχυρισμός περί ανυπαρξίας νομολογίας προς στήριξη του ανωτέρου λόγου εφέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία έκρινε η εκκαλουμένη ότι η απόφαση της ΕΕΕΑΚ είναι καταλογιστική πράξη μολονότι δεν επιβάλλει συγκεκριμένα ποσά ως πρόστιμα αυθαιρέτων, για το δε παραδεκτό της προβολής του λόγου αυτού προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου. Όπως, όμως, εκτέθηκε ανωτέρω, το εφετείο έκρινε ότι η απόφαση της ΕΕΕΑΚ αποτελεί καταλογιστική πράξη υπό την έννοια ότι αποτελεί το νόμιμο έρεισμα των προσβληθέντων χρηματικών καταλόγων, ανεξαρτήτως του εάν με αυτή επεβλήθη πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης του αυθαιρέτου, κρίση η οποία δεν πλήσσεται με τον προβαλλόμενο λόγο εφέσεως. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος εφέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη εκδοχή και είναι για το λόγο αυτό απορριπτέος, και συνακόλουθα, αλυσιτελώς προβάλλεται και ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας νομολογίας. Ο λόγος εφέσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 46 παρ. 5 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 4056/2012 (Α΄ 52) κατά την οποία ο αρμόδιος δασάρχης υποχρεούται να επιτρέπει την εγκατάσταση εντός δασών και δασικών εκτάσεων μεταξύ άλλων και κτηνοτροφικών μονάδων πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως προβαλλόμενος το πρώτον με το από 18.5.2021 υπόμνημα του εκκαλούντος μετά την συζήτηση της υπόθεσης.

5. Επειδή, εξάλλου, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η κρίση της εκκαλουμένης ότι ο Προϊστάμενος της Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Μαρκοπούλου ήταν αρμόδιος να εκδώσει τους επίμαχους χρηματικούς καταλόγους για πρόστιμα διατήρησης και ότι ενήργησε βάσει των οριζομένων στο νόμο μετά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών, αν και η επίδικη έκταση είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 760/7.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής και είχαν εκδοθεί σχετικώς η 3496/18.4.2008 απόφαση κατεδάφισης και το 9152/14.12.2009 πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης για τη διατήρηση των επίμαχων κτισμάτων μέσα σε αυτή, δεν είναι νόμιμη. Προβάλλεται δε ότι ο λόγος εφέσεως είναι παραδεκτός, σε κάθε περίπτωση, διότι, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού, εάν δηλαδή σε περίπτωση που η Επιτροπή Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998 έχει χαρακτηρίσει κτίσμα ως αυθαίρετο σε περιοχή που κατόπιν κηρύσσεται ως αναδασωτέα, νομίμως εκδίδονται χρηματικοί κατάλογοι προστίμων διατήρησης αυθαιρέτου που αφορούν και το χρονικό διάστημα που η έκταση έχει χαρακτηρισθεί αναδασωτέα, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο λόγος εφέσεως προβάλλεται παραδεκτώς από την άποψη των οριζομένων στη διάταξη του άρθρου 12 του
ν. 3900/2010, εφόσον το ανωτέρω ζήτημα δεν έχει κριθεί, με ρητή κρίση, σε απόφαση του Δικαστηρίου και είναι εξεταστέος ως προς τη βασιμότητά του.

6. Επειδή, ο ν. 1337/1983 (Α΄ 33), στο πλαίσιο των αρχών και κανόνων πολεοδομικού σχεδιασμού τους οποίους θέσπισε, με τα άρθρα 15 έως 22 ρύθμισε θέματα σχετικά με την τύχη των αυθαίρετων κατασκευών, προέβη δε σε διαχωρισμό αυτών, ανάλογα με τον χρόνο ανέγερσής τους, σε παλαιά αυθαίρετα, δηλαδή σε εκείνα που είχαν ανεγερθεί μέχρι 31.1.1983 και σε νέα αυθαίρετα, ανεγερθέντα ή ανεγειρόμενα μετά την 31.1.1983. Ειδικότερα, στο άρθρο 15 του νόμου (άρθρο 386 του από 14.7.1999 π.δ., Δ΄ 580, – Κ.Β.Π.Ν.), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 και 7 του ν. 1512/1985 (Α΄ 4) και το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 1772/1988 (Α΄ 91) ορίζονται τα εξής: «1. Αναστέλλεται η κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμάτων που έχουν ανεγερθεί μέχρι 31.1.1983 και που βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή εντός οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, αν οι ιδιοκτήτες τους υποβάλουν εμπρόθεσμα τις δηλώσεις που προβλέπονται από τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου αυτού. Η αναστολή ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή μη κάθε συγκεκριμένου αυθαιρέτου […] 2. Δεν υπάγονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις τα κτίσματα που βρίσκονται: α) σε κοινόχρηστους χώρους της πόλης (οδούς, πλατείες κ.λπ.), β) μέσα στη ζώνη ασφαλείας των διεθνών, εθνικών, επαρχιακών και δημοτικών ή κοινοτικών οδών […], γ) μέσα στον αιγιαλό και τη Ζώνη Παραλίας κατά το Ν. Διάταγμα 393/1974 […], δ) σε δημόσια κτήματα, ε) σε δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, στ) σε αρχαιολογικούς χώρους και ζ) σε ρέματα. 3. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος είναι δυνατό να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού περιοχές ή κτίσματα για λόγους ασφαλείας ή που αποβαίνουν σε βάρος του πολιτιστικού ή φυσικού περιβάλλοντος ή, προκειμένου περί περιοχών σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του έτους 1923, που αποβαίνουν υπέρμετρα σε βάρος της πόλης ή του οικισμού, ή στοιχείου της πόλης ή του οικισμού που έχει ιδιάζουσα σημασία […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του αυτού
ν. 1337/1983 (άρθρο 387 του Κ.Β.Π.Ν.), ορίζεται ότι «1. Τα εκτός σχεδίου πόλεων ή οικισμών προ του 1923 αυθαίρετα κτίσματα της παρ. 1 του άρθρου 15 που εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο και βρίσκονται σε δομήσιμους χώρους μπορεί να εξαιρούνται οριστικά της κατεδάφισης, έστω και αν αντιβαίνουν στους όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής εφόσον ταυτόχρονα: α) δεν παραβλάπτουν υπέρμετρα την πόλη ή τον οικισμό ή στοιχείο αυτών που έχει ιδιάζουσα σημασία, με σημαντική υπέρβαση του συντελεστή δόμησης και των ακάλυπτων χώρων ή με αύξηση του ύψους, β) δεν παραβλάπτουν το άμεσο ή πλατύτερο περιβάλλον γενικά ή με την ειδική χρήση που έχουν και γ) δεν είναι επικίνδυνα από στατική άποψη […] 2. Δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται τα αυθαίρετα κτίσματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 15 […] 7. [Όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 8 του ν. 15121985 (Α΄ 4)] Οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για τα αυθαίρετα κτίσματα της παρ. 1 του άρθρου 15 που βρίσκονται σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων ή μέσα στα όρια οικισμών προ του 1923», ενώ ως προς τα νέα αυθαίρετα στο άρθρο 17 του ν. 1337/1983 (άρθρο 382 του Κ.Β.Π.Ν.) προβλέπεται ότι «Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει που ανεγείρονται μετά την 31.1.1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923 […] καθώς και όσα δεν εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο. 2. Εκτός από την κατεδάφιση επιβάλλεται; α) πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου. β) πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου. …3. [Όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 5 παρ. 7 εδ. β΄ του ν. 2052/1992 (Α΄ 94), 27 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140) και 9 παρ. 1 του ν. 3212/2003 (Α΄ 308)] Το κατά την περίπτωση (α) της προηγούμενης παραγράφου πρόστιμο επιβάλλεται εφάπαξ. Το πρόστιμο της (β) περίπτωσης της αυτής παραγράφου 2 επιβάλλεται και οφείλεται καθ’ όλο το χρόνο που υπάρχει το αυθαίρετο από την ανέγερσή του μέχρι την κατεδάφισή του. Το πρόστιμο αυτό, για μεν το πρώτο έτος κατά το οποίο λαμβάνει γνώση η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία για την ύπαρξη αυθαιρέτου, καθώς και για τα τυχόν προηγούμενα έτη ύπαρξής του, υπολογίζεται και βεβαιώνεται με βάση την αξία του αυθαιρέτου, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 6 ενώ για καθένα από τα επόμενα έτη επαναβεβαιώνεται, αφού αναπροσδιοριστεί με προσαύξηση του προστίμου του εκάστοτε προηγούμενου έτους κατά 20%. …». Με τις διατάξεις, εξάλλου, των παραγράφων 6 και 7 του ίδιου άρθρου του ν. 1337/1983 (όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεως της πρώτης εξ αυτών με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3212/2003, Α΄ 308/31.12.2003) παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, των όρων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας διαπιστώσεως και χαρακτηρισμού αυθαιρέτων, της μεθόδου και της διαδικασίας εκτίμησης και αναπροσαρμογής της αξίας του αυθαιρέτου, του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, του τρόπου βεβαιώσεώς του και της διαδικασίας εισπράξεώς του. Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών εκδόθηκε το π.δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών» (Α΄ 195). Με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ/τος 267/1998 θεσπίστηκαν κανόνες για την εκτίμηση της συμβατικής αξίας των αυθαιρέτων κτισμάτων και κατασκευών και τον υπολογισμό των προστίμων ανά κατηγορία αυτών. Οι διατάξεις, όμως, αυτές καταργήθηκαν με το άρθρο 6 της 9732/27.2.2004 κοινής απόφασης των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων «Καθορισμός των προστίμων, ανέγερσης και διατήρησης των αυθαίρετων κατασκευών» (Β΄ 468/5.3.2004), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του
ν. 1337/1983, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε μετά την έκδοση του π.δ. 267/1998 με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3212/2003, εκτός αν πρόκειται για αυθαίρετα που διαπιστώνονται οποτεδήποτε μετά την έναρξη ισχύος της κ.υ.α. εφόσον α. Έχουν ανεγερθεί πριν την 31.12.2003 ή β. Έχουν ανεγερθεί πριν την 31.12.1983 και δεν έχουν δηλωθεί με βάση τις διατάξεις των α.ν. 410/68, των άρθρων 119 και επόμενα του ν.δ. 8/73, ν. 720/77, ν.1337/83, ν. 1849/89 και ν. 1512/85, οπότε ο υπολογισμός των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ/τος 267/1998 (άρθρο 5 παρ. 2 της κ.υ.α. 9732/27.2.2004). Επιπλέον, στο άρθρο 1 της ίδιας κ.υ.α. ορίζεται ότι: «Οι αυθαίρετες κατασκευές, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 22 του ΓΟΚ/1985, κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: α. Πολεοδομικά αυθαίρετο: είναι το κτίριο ή τμήμα αυτού, και κάθε κατασκευή ή εγκατάσταση, που κατασκευάζεται χωρίς οικοδομική άδεια ή κατά παράβαση ή καθ’ υπέρβαση άδειας και ταυτόχρονα παραβιάζει τους γενικούς και ειδικούς όρους δόμησης της περιοχής. β. Δομικά ή κτιριολογικά αυθαίρετο: …γ. Μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης αυθαίρετο: είναι το πολεοδομικά αυθαίρετο της παρ. α, που κατασκευάζεται στα ρέματα, στους βιότοπους, σε παραλιακά δημόσια κτήματα, στους αρχαιολογικούς χώρους, σε δάση και σε αναδασωτέες εκτάσεις». Εξάλλου, στο άρθρο 22 (παρ. 1 και 3) του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210), το περιεχόμενο των οποίων αποδίδεται, αντίστοιχα, στα άρθρα 329 παρ.1 και 381 παρ.1 του Κ.Β.Π.Ν., όπως, περαιτέρω, τα τέσσερα τελευταία εδάφια της παρ. 3 αντικαταστάθηκαν από την παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), ορίζονται τα εξής: «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. 2 … 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις του
ν. 1337/1983 όπως ισχύουν. Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα […]». Τέλος, στο άρθρο 1 του ίδιου ως άνω π.δ. 267/1998 ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του […] 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει. Περιλαμβάνεται επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία (30) ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης, να υποβάλει ένσταση ή αίτηση και δήλωση ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα την έκθεση και τις τυχόν διορθώσεις που θα επιφέρει η υπηρεσία στον υπολογισμό του ύψους των προστίμων κατά τις διατάξεις της παρ. 6α του άρθρου 23 του ν. 2300/90 στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, το αυθαίρετο θα κατεδαφισθεί, τα δε επιβληθέντα πρόστιμα θα καταστούν οριστικά και θα βεβαιωθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος των υπόχρεων, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 όπως ισχύει. 3. Η πιο πάνω έκθεση που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνία και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται με αποδεικτικό αμέσως στον οικείο δήμο ή κοινότητα και την αρμόδια Αστυνομική Αρχή. Η Αστυνομική Αρχή διακόπτει αμέσως χωρίς άλλη ειδοποίηση τις οικοδομικές εργασίες και παρακολουθεί την τήρηση της διακοπής. Ο Δήμος ή κοινότητα υποχρεώνεται να τοιχοκολλήσει την ίδια ημέρα την έκθεση στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και να τη διατηρήσει για (30) ημέρες. Η μη τοιχοκόλληση από το δήμο ή την κοινότητα της έκθεσης, δεν εμποδίζει την πρόοδο της περαιτέρω διαδικασίας. Ο δήμος ή η κοινότητα υποχρεώνεται επίσης να ερευνήσει και να ενημερώσει εντός των τριάντα ημερών (30) την πολεοδομική υπηρεσία για την ορθότητα των στοιχείων των αναφερομένων στην έκθεση αυτοψίας υπόχρεων», στο δε άρθρο 4 του ίδιου π.δ. προβλέπεται ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος […] 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή […]. Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση και υπογράφεται από τα μέλη και τον γραμματέα αυτής […]. Η απόφαση της επιτροπής είναι οριστική. Αν απορριφθεί η ένσταση το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης είτε από τον κύριο ή τους συγκυρίους του αυθαιρέτου είτε από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων […]».

7. Επειδή, περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 71 του
ν. 998/1979 (Α΄ 28), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88), «1. Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος … την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος … ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση … και με χρηματική ποινή …», ενώ, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου 71 του
ν. 998/1979, «2. … Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υποχρέου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφισιν των κτισμάτων». Ειδικότερα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 114 του
ν. 1892/1990 (Α΄ 101), «Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά …», ενώ, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 5 του ν. 2880/2001 (Α΄ 9), «2. Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις στις ανωτέρω εκτάσεις κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας με τεχνική υποστήριξη που διατίθεται και από τεχνική υπηρεσία νομαρχιακής αυτοδιοίκησης της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από αίτημα του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και με τη συνδρομή της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας». Περαιτέρω κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 45 του
ν. 2145/1993 (Α΄ 88), «3. Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ δύο (2) τουλάχιστον εργασίμων ημερών, του φερομένου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος. Κατά της αποφάσεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου, …», κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου «Για την κατεδάφιση συντάσσεται πρωτόκολλο, στο οποίο αναφέρονται τα ευρεθέντα στο κατεδαφιζόμενο κινητά πράγματα…», στην παρ. 6 του ίδιου άρθρου «Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 998/1979». Τέλος, κατά την παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 2145/1993 και εν συνεχεία το τρίτο εδάφιο αυτής με το άρθρο 19 παρ. 8 του ν. 3208/2003 (Α΄ 303), « Από της κλητεύσεως και μέχρι την κατεδάφιση ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή ειδικής αποζημιώσεως που επιβάλλεται με πρωτόκολλα του οικείου δασάρχη, από τα οποία το πρώτο εκδίδεται και κοινοποιείται εφαρμοζομένης αναλόγως και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στο δασάρχη της δικαστικής αποφάσεως της παραγράφου 3. Της υποχρεώσεως αυτής απαλλάσσονται οι παραπάνω, προκειμένου περί οικοδομών, κτισμάτων ή εγκαταστάσεων εντός των δημόσιων δασών ή εκτάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον αυτά παραδοθούν οικειοθελώς στο Δημόσιο προς κατεδάφιση με τη σύνταξη από το δασάρχη πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής. Κατά των πρωτοκόλλων επιβολής αποζημιώσεως, τα οποία εκδίδονται ανά τρίμηνο μέχρι την κατεδάφιση ή την ως άνω οικειοθελή παράδοση, χωρεί προσφυγή εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή τους, ενώπιον του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου. Είναι απαράδεκτοι οι λόγοι προσφυγής κατά το μέρος που καλύπτονται από την απόφαση επί της προσφυγής κατά της πράξεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως, ως και εκείνοι που δεν αποδεικνύονται αμέσως. Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Τα ποσά των αποζημιώσεων που καθίστανται οριστικά, είτε γιατί δεν ασκήθηκε προσφυγή, είτε γιατί η ασκηθείσα απορρίφθηκε εν όλω ή εν μέρει, βεβαιώνονται στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974) και αποδίδονται ως έσοδο στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών. Το ύψος της αποζημιώσεως ανά τετραγωνικό μέτρο κτίσματος και ανά ημέρα διατηρήσεως αυτού ορίζεται σε διακόσιες (200) δραχμές. … Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ευθέως ή αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας». Με το άρθρο 114 του ν. 1892/1990 εισήχθη σύστημα κυρώσεων και μέτρων, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 του ν. 998/1979, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 2145/1993, για τις αυθαίρετες κατασκευές σε δάση και δασικές εκτάσεις. Όπως έχει κριθεί, η «ειδική αποζημίωση» αποτελεί, κατ’ ουσίαν, διοικητική κύρωση επιβαλλόμενη για την ανέγερση και διατήρηση αυθαίρετης κατασκευής εντός δάσους ή δασικής έκτασης, έχουσα παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την ήδη εκδοθείσα διαταγή κατεδάφισης του κτίσματος, η οποία αποτελεί το έρεισμά της (ΣτΕ 890/2019, 4961/2013, 3942/2013, 532/2010 πρβλ. ΣτΕ 4426/2009) και η επιβολή της εξυπηρετεί τον δημόσιο σκοπό της προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας (πρβλ. ΣτΕ 1785/2001 7μ.).

8. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 6 και 7, συνάγεται ότι ο χαρακτηρισμός πάσης φύσεως κτισμάτων και εν γένει κατασκευασμάτων που έχουν αυθαιρέτως ανεγερθεί σε δάσος, δασική και αναδασωτέα έκταση, διέπεται από τις ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων κατασκευών, διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, οι οποίες αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και στην αποκατάσταση της μορφής που είχαν πριν αλλοιωθούν με την χωρίς άδεια ανέγερση κατασκευασμάτων εντός αυτών. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που έκταση έχει υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, αρμόδιο όργανο για την έκδοση πράξης με την οποία διατάσσεται η κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών σε δάσος, δασική ή αναδασωτέα έκταση και συνακόλουθα για την έκδοση πράξης με την οποία επιβάλλεται η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι μόνον η αρμόδια δασική αρχή (πρβλ. ΣτΕ 585 7μ. σκ. 12, 2598/2005, 3253/2005, 576/2000, 288/1999, 3161/1993, 288/1993, 738/1989, 2924/1986, 3236/1985, 4457/1984 κ.ά.). Επομένως, από το χρόνο που έκταση κηρυχθεί αναδασωτέα, αρμόδιο όργανο να επιβάλει κυρώσεις για την ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών εντός αυτής είναι η αρμόδια δασική αρχή και όχι ο Προϊστάμενος της Υ.ΔΟΜ. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στην επιβολή δύο διοικητικών κυρώσεων για την ίδια πράξη, δηλαδή την ανέγερση αυθαίρετης κατασκευής, και σε παραβίαση της προβλεπόμενης και στο άρθρο 4 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 8) Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ αρχής ne bis in idem. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιδρύει συντρέχουσα αρμοδιότητα του Προϊσταμένου της ΥΔΟΜ να επιβάλει πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα η, μη εφαρμοζόμενη, άλλωστε, εν προκειμένω λόγω της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 αυτής, διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ της 9732/2004 απόφασης των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Τούτο διότι, κατά την αληθή της έννοια, ως αυθαίρετο «μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης» δεν εννοείται, πάντως, αυθαίρετο σε έκταση που έχει υπαχθεί στο ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς της δασικής νομοθεσίας.

9. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, έσφαλε το δικάσαν διοικητικό εφετείο απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας του Προϊσταμένου της Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Μαρκοπούλου να επιβάλει πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου κατά το χρόνο που η έκταση εντός της οποίας είχαν ανεγερθεί οι αυθαίρετες κατασκευές είχε κηρυχθεί αναδασωτέα. Όσα, όμως, αναφέρονται στο υπόμνημα του εκκαλούντος μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ότι η επίμαχη έκταση είχε δασικό χαρακτήρα πριν την 1/8.3.2006 έκθεση αυτοψίας είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως απαράδεκτα διότι συνιστούν πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν είχαν προβληθεί με την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του διοικητικού εφετείου αλλά ούτε και με την ενδικοφανή προσφυγή επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 (πρβλ. ΣτΕ 4764/2013 σκ. 16). Με τα δεδομένα αυτά, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος αυτό.

10. Επειδή, μετά την εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989, να εκδικασθεί η από 28.3.2014 αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος-αιτούντος κατά του εφεσίβλητου – καθ’ού η αίτηση ακυρώσεως Δήμου. Ακολούθως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, ο ως άνω εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός, η δε αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί ο 2264/13.3.2014 χρηματικός κατάλογος του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δόμησης (Υ.ΔΟΜ.) του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας, ύψους 181.018,08, με τον οποίο βεβαιώθηκαν εν ευρεία εννοία σε βάρος του πρόστιμα διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών στη θέση «Λαμπρικά» στην περιοχή Κορωπίου Αττικής, για το χρονικό διάστημα από 21.9.2011 έως 13.3.2014 και ο 2265/13.3.2014 χρηματικός κατάλογος ύψους 114.656,35 ευρώ με τον οποίο βεβαιώθηκαν εν ευρεία εννοία σε βάρος του πρόστιμα διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών στη θέση «Λαμπρικά» στην περιοχή Κορωπίου Αττικής, για το χρονικό διάστημα από από 31.8.1983 έως 21.9.2011 αντίστοιχα, μόνον όμως κατά το μέρος που ο τελευταίος χρηματικός κατάλογος αφορά σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η έκταση εντός της οποίας είχαν κατασκευασθεί οι αυθαίρετες κατασκευές είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 760/7.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής.

11. Επειδή, ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής η εξέταση του τρίτου λόγου εφέσεως ο οποίος βάλλει κατά της νομιμότητας της κρίσης του εφετείου για την επιβολή προστίμων από το διάστημα από 24.6.2009 και εντεύθεν, οπότε ο εκκαλών υπέβαλε πρωτόκολλο μηνύσεως κατά του κτηνοτρόφου, ο οποίος φέρεται για το διάστημα εκείνο ως κύριος, νομέας και κάτοχος των επίδικων αυθαιρέτων. Εξάλλου, λόγω της εν μέρει αποδοχής και εν μέρει απόρριψης της εφέσεως, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη έφεση.

Εξαφανίζει εν μέρει, κατά το σκεπτικό, την 1992/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως και τη δέχεται εν μέρει.

Ακυρώνει τον 2264/13.3.2014 χρηματικό κατάλογο του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας.

Ακυρώνει εν μέρει τον 2265/13.3.2014 χρηματικό κατάλογο του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας, κατά το σκεπτικό, ήτοι καθ’ ό μέρος επιβάλλει πρόστιμο για το μετά την κήρυξη της αναδασώσεως (2007) χρονικό διάστημα.

Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων που κατετέθησαν για την άσκηση της εφέσεως και της αίτησης ακυρώσεως.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021.

Η Πρόεδρος του Ε΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Ε´ Τμήματος

Αικ. ΧριστοφορίδουΔ. Τετράδη

./.

Τσίμας Ε. Αλέξανδρος
Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός – Πολεοδόμος Ε.Μ.Π.
4ης Νοεμβρίου 3 , Αριδαία / Τηλ: 6972355532 & 2384500153
Email: tsimas.al@gmail.com / www.tsimas.com

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ:

FACEBOOK ΕΔΩ & Instagram ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *